- περιεσκεμμένως
- περιεσκεμμένως, Adv., ([etym.] περισκέπτομαι)A circumspectly, Pl.Ax.365b, Ph.1.672, J.BJ1.24.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιεσκεμμένως — circumspectly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεσκεμμένως — ΝΜΑ επίρρ. με περίσκεψη, προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσκεμμένος τού περισκέπτομαι] … Dictionary of Greek